κετόνες

κετόνες
οι
μεγάλη τάξη οργανικών ενώσεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κετόνες — Ομάδα οργανικών ενώσεων με τον γενικό χημικό τύπο:  Oι κ. περιέχουν στο μόριό τους μια χαρακτηριστική ομάδα που αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα ενωμένο με έναν διπλό δεσμό με ένα άτομο οξυγόνου. Η ομάδα αυτή ονομάζεται καρβονύλιο (C = Ο) και… …   Dictionary of Greek

  • θειοκετόνες — οι χημ. θειούχες οργανικές ενώσεις ανάλογες με τις κετόνες, με τη διαφορά ότι περιέχουν θείο αντί οξυγόνου στο μόριο τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. thiocetones < thio (πρβλ. θείο[ΙΙ]) + cetones(βλ. λ. κετόνες)] …   Dictionary of Greek

  • αλκυλαρυλκετόνες — Μεικτές αρωματικές και αλειφατικές κετόνες (βλ. λ. κετόνες) …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • αιθαλομίχλη — Μείγμα καπνού και ομίχλης που παρουσιάζεται στην κατώτερη ατμόσφαιρα, πάνω από μεγάλα αστικά κέντρα και βιομηχανικές περιοχές όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ρυπογόνων παραγόντων. Είναι επίσης γνωστή ως νέφος και θεωρείται από τους βασικότερους… …   Dictionary of Greek

  • ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …   Dictionary of Greek

  • κετονοξέα — τα χημ. οργανικά οξέα που περιέχουν μία ή περισσότερες ομάδες καρβονικού οξέος και μία ή περισσότερες ομάδες κετόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ceto acids < ceto (πρβλ. κετόνες) + acids «οξέα»] …   Dictionary of Greek

  • κετόνωση — η ιατρ. κλινικά λανθάνουσα περίοδος που παρατηρείται κυρίως στις διαβητικές καταστάσεις, στους οξοναιμικούς εμέτους, καθώς και σε διάφορες παθήσεις τού πεπτικού συστήματος και τού ήπατος και ύστερα από παρατεταμένη νηστεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

  • ναφθένια — Κυκλικές οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων οι οποίες αντιστοιχούν στον γενικό τύπο CnH2n. Περιέχονται κυρίως στα πετρέλαια του Καυκάσου. Οι ενώσεις αυτές ονομάστηκαν ν. κατά το τέλος του περασμένου αιώνα από τον Ρώσο χημικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”